- ἀυτῇ
- ἀϋ̱τῇ , ἀυτέωcrypres subj mp 2nd sgἀϋ̱τῇ , ἀυτέωcrypres ind mp 2nd sgἀϋ̱τῇ , ἀυτέωcrypres subj act 3rd sgἀϋ̱τῇ , ἀυτήcryfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο … Dictionary of Greek
αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek